- λουτρίδα
- η (Α λουτρίς, -ίδος) [λουτρόν]νεοελλ.μαγιό, μπανιερόαρχ.1. καθεμιά από τις δύο κόρες οι οποίες καθάριζαν και περιποιούνταν τον ναό και το ιερό ξόανο τής Αθηνάς2. φρ. «λουτρίς ᾤα» ή, απλώς, «λουτρίς» — εσώρουχο το οποίο φορούσαν οι γυναίκες και οι άντρες κατά το λουτρό.
Dictionary of Greek. 2013.